Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

ΟΧΙ: ΜΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΙΣΤΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣ


Ο φίλος Λάμπρος Ψωμάς μίλησε στην εκδήλωση της Ιεράς Μητρόπολις Κορίνθου με αφορμή την Επέτειο του ΟΧΙ, στις 28 Οκτωβρίου 2012. Τα μηνύματα που μας δίνει ο λόγος του εδώ είναι σημαντικά και επίκαιρα για όλην την Ελλάδα, ειδικά κατά την διάρκεια της δύσκολης κρίσης που περνάει η πατρίδα μας αλλά και όλος ο κόσμος.
Η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι μια επέτειος-ορόσημο στη νεώτερη ιστορία μας. Σε αυτό δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που θα ήθελε να διαφωνήσει. Αν όμως ερωτηθούμε γιατί, δύσκολα θα απαντήσουμε. Μήπως γιατί νικήσαμε τους Ιταλούς; Μα δεν τους νικήσαμε! Ηττηθήκαμε! Οι Ιταλοί, παρότι έφθασαν στα πρόθυρα να ζητήσουν απελπισμένοι ανακωχή στα τέλη Δεκεμβρίου 1940, κατόρθωσαν να κρατηθούν στην Αλβανία και, με τη βοήθεια των συμμάχων τους Γερμανών, να καταλάβουν τη χώρα μας τον Απρίλιο του 1941. Ο εκ πατρός παππούς μου θεωρούσε άδικους τους εορτασμούς της επετείου του «ΟΧΙ», αφού απομόνωναν τα γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου 1940, παραβλέποντας τη φοβερή ήττα και την καταστροφική Κατοχή. Ο ίδιος είχε πολεμήσει στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 που διπλασίασαν και ισχυροποίησαν την πατρίδα μας. Δεν θα ήταν πιο δίκαιο να εορτάζουμε εκείνα τα γεγονότα αντί για τα τραγικά γεγονότα του 1940; Αναπόφευκτα ανακαλώ στη μνήμη μου μια φράση που μου είπε κάποτε ένας Άγγλος ιστορικός και χαράχθηκε βαθειά μέσα μου: «Εσείς οι Έλληνες γιορτάζετε τις ήττες περισσότερο από τις νίκες σας. Είστε υπερήφανοι περισσότερο όταν χάνετε παρά όταν νικάτε».

Θα χρησιμοποιήσω την παρατήρηση αυτή για να επιχειρήσω μια προσέγγιση στην επέτειο του «ΟΧΙ», αποφεύγοντας, για λόγους που ελπίζω να παρουσιάσω στο τέλος, τις εθνικιστικές εξάρσεις και τις ιστορικές αναλύσεις, προτιμώντας εδώ μια πιο θεολογική-εκκλησιαστική προσέγγιση, μια προσέγγιση από την άποψη της πίστης.



1. ΠΙΣΤΗ


Και πρώτα αυτή ακριβώς η πίστη. Τί είναι η πίστη. Την ορίζει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του: «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων»[1]. Η πίστη δίνει υπόσταση σε όσα ελπίζουμε και δεν έχουμε επιτύχει ακόμα· η πίστη ελέγχει και ερευνά πράγματα που δεν έχουμε δει ακόμα. Και δίνει τόση δύναμη η πίστη, ώστε, όπως συνεχίζει ο Απόστολος Παύλος στο συγκλονιστικό του κείμενο, με την πίστη καταλαβαίνουμε ότι ο Θεός έκτισε τον κόσμο· με την πίστη ο Νώε έφτιαχνε την Κιβωτό ενόψει του κατακλυσμού, όταν οι άλλοι τον ενέπαιζαν· με την πίστη ο Αβραάμ άφησε το σπίτι του και πήγε να βρει την άγνωστη γη που του υποσχέθηκε ο Θεός κ.λπ.[2]· τολμούμε να προσθέσουμε: με την πίστη και οι πατέρες και παππούδες μας ανέβηκαν τα χιονοσκεπή όρη της Πίνδου για να αντιταχθούν στον εισβολέα! Ασφαλώς δεν προσπαθούμε να εξισώσουμε τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος»[3] με τους δικούς μας προγόνους. Ούτε να εξισώσουμε την πίστη των Αγίων, αυτή που ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων ονόμασε «πίστη της χάριτος» που δωρίζεται από τον Χριστό και μπορεί να διατάξει το όρος «μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται»[4], με τη δική μας ασθενή πίστη. Τηρουμένων όμως των αναλογιών, η πίστη δεν έλειψε ούτε από τον τότε ηγέτη της χώρας μας ούτε από τον λαό της. Όλοι οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης ενήργησαν με πίστη, δηλαδή με εμπιστοσύνη προς τον Θεό, χωρίς να γνωρίζουν πού πηγαίνουν ή πολλές φορές και πιο είναι το σχέδιο του Θεού. Έτσι και οι άνθρωποι του 1940 πορεύονταν προς το φοβερό άγνωστο του πολέμου με εμπιστοσύνη στον Θεό. Με την πεποίθηση ότι ο Θεός θα βοηθήσει και η Παναγία θα προστατεύσει, γιατί πίστευαν ακράδαντα ότι ο αγώνας τους ήταν δίκαιος.


Σε άλλους πολέμους της πατρίδας μας, θεωρούμε «απελευθέρωση» αυτό που οι εχθροί μας ονομάζουν «κατάκτηση»· θεωρούμε «λύτρωση» αυτό που εκείνοι ονομάζουν «σκλαβιά»· θεωρούμε «δίκαιο» αυτό που εκείνοι ονομάζουν «άδικο». Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος ωστόσο ήταν ένας πόλεμος που η Ελλάδα με κανένα τρόπο δεν είχε προκαλέσει και που με κάθε τρόπο είχε προσπαθήσει να αποφύγει. Ο άφρων Μουσολίνι επετίθετο για να ικανοποιήσει τις αρρωστημένες επεκτατικές φιλοδοξίες του, ενώ η Ελλάδα αμυνόταν για τη γη της, τις Εκκλησίες της, τις οικογένειές της, τους αγαπημένους νεκρούς της. Δεν ντράπηκαν λοιπόν οι Έλληνες της τότε εποχής να στραφούν προς τον Χριστό και να ζητήσουν τη βοήθειά Του. Δεν ντράπηκαν ούτε να στραφούν προς την Παναγία Μητέρα Του για να ζητήσουν την προστασία Της.


Λίγους μήνες πριν την έναρξη του πολέμου στην Ελλάδα και ενώ η Γαλλία ήταν έτοιμη να υποκύψει, ο τότε πρωθυπουργός της χώρας μας, ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, έβγαινε από μια πολύ δύσκολη διπλωματική διελκυστίνδα μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Γερμανίας. Στις 10 Ιουνίου 1940, ημέρα Δευτέρα, έγραφε στο ημερολόγιό του: «Οπωσδήποτε άλλαξε η κατάστασις. Μας εβοήθησεν ο Θεός. Του προσευχήθηκα τόσο πολύ! Του είπα πάλι, γενηθήτω το θέλημά Σου»[5].


Στις 5.00 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, μία ώρα πριν την εκπνοή του ιταλικού τελεσιγράφου, που ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι είχε επιδώσει στον Μεταξά δύο ώρες νωρίτερα, ο πρωθυπουργός συγκάλεσε υπουργικό συμβούλιο. Ενημέρωσε τους υπουργούς για το τί είχε συμβεί και έφερε ενώπιον των συνεργατών του τα πολεμικά διατάγματα λέγοντας: «Και επειδή είμαι βαθύτατα θρήσκος νομίζω η Παναγία θα προστατεύσει τα όπλα μας». Κατόπιν πήρε στα χέρια του την πένα του για να υπογράψει, στάθηκε για λίγο, την ακούμπησε και πάλι στο τραπέζι, έσκυψε το κεφάλι του σαν να σκεπτόταν κάτι, έκανε το σταυρό του ξαναπήρε την πένα του και τη στιγμή που άρχισε να υπογράφει πρόσθεσε με παλλόμενη από τη συγκίνηση φωνή: «Ο Θεός σώζει την Ελλάδα»[6].


Στις 5 Νοεμβρίου, ημέρα Τρίτη, 9η ημέρα του πολέμου, η 8η μεραρχία του υποστρατήγου Χαραλάμπου Κατσιμήτρου αμυνόταν με όλες της τις δυνάμεις στο Καλπάκι. Αν οι Ιταλοί κατόρθωναν να διασπάσουν την άμυνα της μεραρχίας, θα ξεχύνονταν ασυγκράτητοι στην κοιλάδα των Ιωαννίνων. Η αγωνία στην πρωτεύουσα κορυφωνόταν. Ο Μεταξάς έγραφε στο ημερολόγιό του: «Θα βαστάξουμε; Ναι! Ο Θεός μας βοηθεί. Γενηθήτω το θέλημά Του»[7].


Στις 24 Δεκεμβρίου, ημέρα Τρίτη, παραμονή των Χριστουγέννων, και ενώ οι στρατιώτες μάχονταν με τον αμείλικτο χειμώνα εκείνης της χρονιάς, περισσότερο από ότι με τους Ιταλούς, οι εφημερίδες στην πρωτεύουσα πανηγύριζαν την κατάληψη της Χειμάρρας από το ένδοξο 6ο Σύνταγμα Πεζικού, που μέχρι λίγες εβδομάδες πριν έδρευε στην πόλη μας. Μία από αυτές δημοσίευε και την επιστολή προς τον Μεταξά κάποιου πατέρα που είχε πληροφορηθεί το θάνατο του γιου του στο μέτωπο. «Σεβαστέ μου Κύριε Πρόεδρε» του έγραφε «ταύτην την στιγμήν θλιβερόν άγγελμα ήλθε εις το σπίτι μου… Θρηνούμεν τον χαμόν του αγαπημένου μας παιδιού, αλλά εν μέσω των δακρύων μας αναφωνούμεν: ζήτω η Πατρίς… Η Μεγαλόχαρη της Τήνου βοηθός μας». Ο Μεταξάς απάντησε: «Τώρα το παιδί σου ανήκει στην αιωνιότητα και είναι κοντά στη Μεγαλόχαρη, η οποία μας προστατεύει όλους»[8]. Παρατηρείτε ασφαλώς την αναφορά στην Παναγία ως «την Μεγαλόχαρη της Τήνου», ώστε να υπογραμμίζεται η ιεροσυλία του τορπιλισμού της «Έλλης» στις 15 Αυγούστου 1940 ανήμερα της γιορτής της.


Την τελευταία ημέρα του 1940, παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1941, ο Μεταξάς σημείωνε και πάλι: «Πόσες και πόσες φορές μέσα στην απελπισία, με δάκρυα απετάθην στον Θεό, και τώρα αυτήν την στιγμήν αποτείνομαι. Με δέησι, με προσευχή, με κατάνυξι. Γενηθήτω το θέλημά σου. Προσφυγή μου ο Θεός… Και τώρα βουΐζουν ακόμα οι κίνδυνοι και οι φοβέρες. Καταφυγή μου ο Θεός!»[9]


Πολύ συζήτηση έχει γίνει μεταξύ των ιστορικών και μη και πολύ μελάνι έχει χυθεί για να εξηγηθεί η σύμπνοια του δικτάτορα με τον λαό τις ημέρες εκείνες του Οκτωβρίου του 1940. Αυτό που για τον ιστορικό, λόγω ιδεολογικών περισσότερο προϋποθέσεων, φαίνεται ως ποταμός αγεφύρωτος είναι μικρό αυλάκι για τον πιστό της Εκκλησίας. Τους Έλληνες, κυβερνήτες και κυβερνωμένους, ένωσε η βαθειά πίστη-εμπιστοσύνη στον Θεό ότι δεν επρόκειτο να μας εγκαταλείψει στη δύσκολη ώρα. Με αυτή την πεποίθηση λοιπόν ομοφώνως ειπώθηκε το ΟΧΙ! Θα μπορούσαμε λοιπόν να απαντήσουμε στον Άγγλο καθηγητή, ότι γιορτάζουμε τις ήττες μας, γιατί σε αυτές, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού φανερώνεται η πίστη-εμπιστοσύνη μας στον Θεό.






2. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ


Όπως προαναφέρθηκε, η πίστη αυτή πήγαζε από την πεποίθηση ότι ο αγώνας που αναλάμβανε η Ελλάδα ήταν τίμιος. Το αποτυπώνει με τρόπο απλό αλλά και εντυπωσιακό ο διοικητής Χ. Κατσιμήτρος στην ημερήσια διαταγή του της 28ης Οκτωβρίου: «…Αξιωματικοί και οπλίται της Ογδόης Μεραρχίας αμυνθείτε του πατρίου εδάφους μετά φανατισμού εναντίον του επιδρομέως όστις θέλει να προσβάλλει ημάς υπούλως και ανάνδρως… Ο Θεός ας βοηθήσει τον Τίμιον υπέρ Πατρίδος αγώνα μας και ας ευλογήσει τα όπλα μας διότι θα αγωνισθώμεν υπέρ βωμών και εστιών και υπέρ της ελευθερίας μας»[10]. Η ελευθερία είναι δώρο του Θεού που περικλείεται στην πραγματικότητα της «εικόνας». Ο Θεός μάς δημιούργησε κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του. Αυτή η ελευθερία όμως είναι μια «εσωτερική», κατά κάποιο τρόπο, ελευθερία και είναι αναφαίρετη. Είναι ελευθερία από τον «παλαιό άνθρωπο» των παθών, ελευθερία από τη δουλεία του προ Χριστού Νόμου, ελευθερία ως εν Χριστώ ζωή, που αφορά ακόμη και τους δούλους και τους σκλάβους. Η ελευθερία όμως έχει και μία άλλη έννοια: αυτή του αυτεξουσίου. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει για τις πράξεις του, ώστε είναι υπεύθυνος γι’ αυτές. Με αυτήν την έννοια είναι πιο εύκολο να είναι κανείς δούλος. Άλλος αποφασίζει γι’ αυτόν, άλλος παίρνει και την ευθύνη. Επομένως η ελευθερία είναι δύσκολη υπόθεση γιατί ενέχει την υπευθυνότητα. Παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι την ποθούν, ακριβώς γιατί είναι Θείο δώρο. Δεν αναγνωρίζουν λοιπόν σε κανένα το δικαίωμα να τους την αφαιρέσει. Υπάρχουν βέβαια και άνθρωποι που προτιμούν την ευκολία της εθελοδουλείας. Όπως απέδειξε η περίοδος της Κατοχής, τέτοιοι υπήρξαν αρκετοί και μεταξύ των Ελλήνων του 1941-1944. Στις 28 Οκτωβρίου όμως οι Έλληνες άρθρωσαν την ουρανομήκη φωνή τους: ΟΧΙ! Αντί λοιπόν ελεύθερα να επιλέξουν τη δουλεία τους, να γίνουν εθελοντές δούλοι, όπως σημείωνε ο Μεταξάς[11], ελεύθερα και πάλι, οι παππούδες και οι πατέρες μας, αποφάσισαν να προστατέψουν την ελευθερία τους.


Σήμερα, όπου διαθέτουμε άφθονο ιστορικό υλικό, μπορούμε να γνωρίζουμε ότι οι Ιταλοί, αν και είχαν συσσωρεύσει ισχυρές δυνάμεις στην Αλβανία, ήταν βέβαιοι ότι η Ελλάδα θα υπέκυπτε στις αξιώσεις τους από καθαρό υπολογισμό[12]. Από στρατιωτική άποψη, η ιταλική νίκη ήταν εφικτή, αφού οι Ιταλοί διέθεταν τριπλάσιες δυνάμεις από τις αντίστοιχες ελληνικές, όταν ξεκινούσαν την επίθεση. Σε περίπτωση δυσκολιών όμως δεν θα μπορούσαν να ενισχύσουν εύκολα τις δυνάμεις τους διότι έπρεπε να το πράξουν με πλοία. Δεν πίστευαν ωστόσο ότι αυτό θα χρειαζόταν. Η Ελλάδα θα τρόμαζε και μόνο από το γεγονός ότι της επετίθετο μια μεγάλη δύναμη. Καταπτοημένη θα υπέκυπτε στο κεραυνοβόλο κτύπημα που είχε ετοιμάσει ο Ιταλός διοικητής Σεβαστιανός Βισκόντι Πράσκα.


Και πράγματι οι σκέψεις αυτές δεν απουσίαζαν από τα μυαλά των Ελλήνων ιθυνόντων και του λαού. Κλείνοντας τη διήγησή του για εκείνη τη φοβερή νύκτα – 3.00 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου – ο πρέσβης Γκράτσι, έγραψε: «Με συνόδευσε (εν. ο Μεταξάς) στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπει πριν από ένα τέταρτο και όταν ήμασταν στο κατώφλι, μου είπε χωρίς να αναπτύξει περισσότερο την σκέψη του, «Είσαστε πιο δυνατοί» με φωνή αυτή τη φορά βαθιά αλλοιωμένη. Με τη σειρά μου δεν ήξερα τί να απαντήσω στα λόγια αυτά και στη βαθειά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμα του. Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μια στιγμή κατά την οποίαν μίσησα το δικό μου, μια στιγμή κατά την οποίαν το καθήκον του αξιώματός μου μού φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε ο πρεσβύτης εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη τη ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για τη χώρα του και τους βασιλείς του και που, και κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει για την πατρίδα του τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του»[13].


Αν λοιπόν η ελευθερία είναι δώρο, τότε ο ελεύθερος άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να πεθάνει γι’ αυτήν. Αυτό το νόημα έχει και η έννοια της θυσίας. Η πατρίδα δεν είναι αφηρημένη έννοια. Είναι συγκεκριμένη. Είναι ο οικείος τόπος με τον οποίο συνδεόμαστε, αλλά πολύ περισσότερο τα οικεία πρόσωπα. Περισσότερο από την προσωπική του ελευθερία, ο άνθρωπος, προστατεύει, με τη θυσία του, την πατρίδα του ως έννοια συγκεκριμένη.


Ο Γερμανός πρέσβης στην Ελλάδα, πρίγκιπας Βίκτωρ του Έρμπαχ-Σένμπεργκ, ανέφερε στη ναζιστική κυβέρνησή του στις 15 Νοεμβρίου 1940 από την Αθήνα: «Δεν μπορεί να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο λαός χαρακτηρίζει τον πόλεμο αυτό ως δικό του πόλεμο και κατέχεται από το αίσθημα ότι υπηρετεί το δίκαιο. Για ένα πτωχό λαό, ο οποίος μόλις προς εκατό ετών θυσιάσθηκε σύσσωμος και προτίμησε την πλήρη αθλιότητα για να ζήσει ελεύθερος, η εθνική του ανεξαρτησία, όσο και αν φαίνεται άποψη παρωχημένη, δεν είναι έννοια χωρίς περιεχόμενο»[14].


Έχει ένα άρωμα ανιδιοτελούς αγάπης η θυσία αυτή για την ελευθερία, πολύ περισσότερο «όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε»[15]. Τόσο ο Μεταξάς όσο και ο λαός της εποχής εκείνης γνώριζαν ότι ο δρόμος της θυσίας για την ελευθερία θα είναι δύσκολος. Ακριβώς για τον λόγο αυτό, όταν ο πρωθυπουργός πήρε την απόφαση της αντίστασης «μέχρις εσχάτων» σε περίπτωση ιταλικής επίθεσης – το Σάββατο 18 Μαρτίου 1939, λίγες εβδομάδες πριν οι Ιταλοί αποβιβασθούν στην Αλβανία (7 Απριλίου) – χαρακτήρισε την ίδια του την απόφαση «φοβερά»[16]. Και όταν μεσούντος του πολέμου οι διάφοροι «Εφιάλτες» του ζητούσαν να έλθει σε συνεννόηση με τη Γερμανία και να ενδώσει στις απαιτήσεις του Άξονα επαναλάμβανε με επιμονή: «καλύτερα να αποθάνωμεν»[17].


Αυτή θα μπορούσε να είναι μια ακόμη απάντηση προς τον Άγγλο ιστορικό. Γιορτάζουμε τις ήττες μας γιατί θαυμάζουμε εκείνους που είχαν την ευκαιρία να πεθάνουν για την ελευθερία, όπως αρμόζει μόνο σε μεγάλους ανθρώπους.






3. ΔΟΞΑ


Όσοι θυσιάσθηκαν για την ελευθερία έχουν περιβληθεί από αυτό που ονομάζουμε «δόξα». Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια πιο δύσκολη και παρεξηγημένη έννοια. Στην εκλεπτυσμένη και καλλιεργημένη σύγχρονη κοινωνία μας έχουμε ασκήσει δριμεία κριτική στην έννοια της «δόξας». Την έχουμε σχεδόν ταυτίσει με τη ματαιοδοξία και την έχουμε απεμπολήσει. Αυτό όμως συμβαίνει κυρίως, επειδή εσχάτως έχουμε την τάση να βλέπουμε τα πράγματα «ρεαλιστικά». Ρεαλιστικά σήμερα σημαίνει συμφεροντολογικά. Ρεαλιστικό είναι στην κοινωνία μας μόνο το συμφέρον ως κίνητρο. Η δόξα και άλλες παρόμοιες μεγαλοστομίες δεν έχουν κανένα περιεχόμενο. Την ημέρα της κήρυξης του πολέμου, την 28η Οκτωβρίου, ο πρωθυπουργός Μεταξάς είχε γράψει ένα σημείωμα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή περίπου ένα μήνα αργότερα: «Θα νικήσωμεν! Αλλά διά τους Έλληνας υπέρ την νίκην η δόξα»[18]. Η φράση αυτή που προβλήθηκε από τα τότε μέσα ενημέρωσης και ενέπνευσε τον λαό της εποχής θα μπορούσε να θεωρηθεί σήμερα υπερφίαλη ανοησία.


Από μια θεολογική οπτική όμως η έννοια της δόξας έχει ένα άκρως διαφωτιστικό για το θέμα μας περιεχόμενο. Στα Ευαγγέλια, όποτε γίνεται αναφορά στη δόξα από τον Χριστό, εννοείται το Πάθος Του και, πιο συγκεκριμένα, ο Σταυρός Του: «Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν… ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν μὴ ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει»[19]. Το ευαγγελικό χωρίο έχει πέσει εσχάτως θύμα παρερμηνειών και θεωρήθηκε ως μια άμεση αναφορά στη σημασία του Ελληνισμού για τη διάδοση του Ευαγγελίου. Πολλές φορές δόθηκε και έντονα εθνικιστική χροιά στην ερμηνεία αυτή. Η πατερική ερμηνευτική μας παράδοση βέβαια δεν κάνει καμία σχετική αναφορά. Δίνει το βάρος της στη δόξα του Χριστού, δηλαδή στον Σταυρό Του. Πράγματι, η απάντηση του Χριστού είναι θα έλεγε κανείς, «εκτός θέματος». Αναφέρθηκε σε κάτι καινούργιο και παράδοξο. Σε κάτι που δεν θα αφορούσε μόνο τους Ιουδαίους, αλλά όλο τον κόσμο, αφού είναι γνωστό ότι με τον όρο «Έλληνες» εννοούνται στο χωρίο οι προσήλυτοι Ιουδαίοι. Χρησιμοποιεί λοιπόν ο Χριστός τη μικρή παραβολή του σταριού, για να δηλώσει ότι ο καρπός που θα έφερνε ο Σταυρός Του θα ήταν η από όλους αναγνώρισή Του ως Θεού[20].


«Αν υποθέσουμε ότι δεν θα σταυρωνόταν ο Χριστός και δεν θα πέθαινε, θα έμενε τότε μόνο ο σπόρος του σταριού, και δεν θα γεννιόνταν πολλοί από Αυτόν»[21]. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Θεός δεν είναι δοξασμένος αφ’ Εαυτού, «δεδοξασμένος γὰρ ἧν τῇ δόξῃ τῇ ἀπὸ καταβολῆς χρόνου». Με το εκούσιο μαρτύριό Του όμως φόρεσε το στεφάνι της υπομονής, δεν ντράπηκε τον σταυρό, «ἔσῳζε γὰρ τὴν οἰκουμένην»[22]. Και πώς έσωσε την οικουμένη; Ο θάνατός Του έφερε την Ανάσταση, ώστε γνωρίζουμε σήμερα καλα ότι Ανάσταση χωρίς θάνατο δεν υπάρχει και ότι ο Σταυρός και ο θάνατος προμηνύουν την Ανάσταση και τη ζωή[23].


Αυτή η έννοια της δόξας ως εκουσίου μαρτυρίου είναι μία έννοια που εγκαινίασε ο Χριστός στο Ευαγγέλιό Του. Ως Ορθόδοξοι γνωρίζουμε πολλά παραδείγματα Αγίων ανδρών, οι οποίοι πέτυχαν το μαρτύριο της δόξας. Οι Μάρτυρες γνώριζαν το τέλος τους, αλλά βάδισαν προς το μαρτύριό τους σαν σε γιορτή, γνωρίζοντας ότι βαδίζουν στα ίχνη του Πάθους του Χριστού. Το 1940 ο λαός δεν αποτελούσε βέβαια μια στρατιά Αγίων μαρτύρων. Γνώριζε όμως ότι η επιλογή του πολέμου σήμαινε και τον αφανισμό της πατρίδας. Αν και όλος ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους με χαρά και αντιμετώπισε τον πόλεμο με υψηλό φρόνημα και ενθουσιασμό, έπεφτε πάνω στην Ελλάδα η κρύα σκιά της κατοχής. Ο Γερμανός πρέσβης ανέφερε και πάλι στην κυβέρνησή του ότι η πεποίθηση ότι στην Ελλάδα θα επετίθετο πολύ σύντομα και η Γερμανία ήταν διάχυτη στον λαό. Σε μια αποκαλυπτική και σπάνια για πολιτικό ηγέτη συνέντευξή του στον τύπο της εποχής, στις 30 Οκτωβρίου 1940 ο Μεταξάς είχε δηλώσει μεταξύ άλλων τα εξής: «Η Ελλάς δεν πολεμά διά την νίκην. Πολεμά διά την δόξαν… υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλη να μείνη μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήση έστω και χωρίς καμίαν ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει. Γνωρίζω ότι ο ελληνικός λαός δεν θα ηδύνατο να δεχθή άλλο τι αυτήν την στιγμήν»[24]. Τον Ιανουάριο του 1941, ενώ είχαν ήδη διαφανεί οι επιθετικές προθέσεις της Γερμανίας έγγραφε στο ημερολόγιό του στις 12 του μηνός: «Όλα χάνονται. Θα πέσωμεν έως τον τελευταίο»[25].


Αυτές οι πεποιθήσεις συμβάδιζαν και με την πεποίθηση της τελικής νίκης. Με τέλειο πολιτικό αισθητήριο και καταπληκτική οξυδέρκεια, ο Μεταξάς εξέφρασε τις απόψεις του στο ιστορικό υπουργικό συμβούλιο, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου: «Σήμερα αναλαμβάνομεν σκληρότατον αγώνα, με μέσα τελείως άνισα και δεν πρέπει να αυταπατώμεθα ότι θα πολεμήσωμεν μόνον τους Ιταλούς… αργά ή γρήγορα θα πολεμήσωμεν και τους Γερμανούς. Το πιθανώτατο λοιπόν είναι να χάσωμε προσωρινώς την Μακεδονίαν και την Ήπειρον και δεν αποκλείεται και αυτάς τας Αθήνας και τας εστίας μας και ό,τι άλλο έχουμε να εγκαταλείψωμεν προσωρινώς, μεταβαίνοντες εις Πελοπόννησον ή εις Κρήτην… έχω όμως απόλυτον την πεποίθησιν ότι η νίκη θα είναι τελικώς με το μέρος των Συμμάχων. Η γενική τύχη του πολέμου δεν θα κριθεί εις την Βαλκανικήν. Εν τω μεταξύ βεβαίως θα υποφέρωμεν τα πάνδεινα, αλλά με το θαυμάσιο φρόνημα του λαού, με την ολόψυχον ένωσιν όλων των Ελλήνων… εις το θαύμα πιστεύω, εις την νίκην»[26]. Κλείνοντας μάλιστα την προαναφερθείσα συνέντευξή του είχε δηλώσει: «Ξέρω με βεβαιότητα ότι από την φοβεράν αυτήν δοκιμασίαν η Ελλάς θα υποφέρη. Ξέρω όμως επίσης με βεβαιότητα ότι τελικώς θα εξέλθη όχι μόνον ένδοξος, αλλά και μεγαλύτερη». Η τελική αυτή αναφορά του αφορούσε στα τότε ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, για τα οποία πίστευε ακραδάντως ότι τελικά θα προσαρτώντο από την Ελλάδα[27]. Ήταν επομένως πεποίθηση του προέδρου της τότε κυβέρνησης και, όπως ο ίδιος πολλάκις παραδέχθηκε, και του λαού ότι η Ελλάδα βάδιζε στη μαρτυρική της δόξα. Μόνο αυτό το μαρτύριο, μόνο αυτός ο Σταυρός μπορούσε να της δώσει την Ανάσταση, γιατί κατά τον λόγο του Γεωργού Βερίτη «όποιου του μέλλει ανάσταση το Γολγοθά περνάει».


Αυτή θα μπορούσε να είναι μια τρίτη απάντηση στον Άγγλο ιστορικό. Το ερώτημα δεν είναι γιατί γιορτάζουμε τις ήττες μας. Το ερώτημα είναι πλέον πώς είναι δυνατό να γιορτάσουμε Ανάσταση χωρίς Σταύρωση, πώς είναι δυνατό να γιορτάσουμε την παροντική μας ελευθερία, χωρίς την τότε θυσία και τη δόξα της μαρτυρικής Ελλάδας του 1940.


4. ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Σεβασμιώτατε Πάτερ και Δέσποτα!


Πανοσιολογιώτατοι και Αιδεσιμολογιώτατοι Πατέρες!


Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι!


Υπήρξε ομολογουμένως κάποια περίσκεψη γύρω από το ποιο θα πρέπει να ήταν το θέμα της αποψινής ομιλίας και, με τον τρόπο αυτό, όπως ειπώθηκε στην αρχή, προτιμήθηκε μια θεολογική περισσότερο προσέγγιση και αποφεύχθηκαν οι ιστορικές αναλύσεις ή οι εθνικιστικές εξάρσεις. Είναι μάλλον υποχρέωση της πολιτείας και όχι της Εκκλησίας η πραγματοποίηση εκδηλώσεων τιμής και μνήμης στην επέτειο του ΟΧΙ με βάση τις ιστορικές προσεγγίσεις. Η πολιτεία όμως, ως μη όφειλε, τείνει μάλλον να περιοριστεί στα απολύτως αναγκαία και από ετών καθιερωμένα – παρελάσεις, καταθέσεις στεφάνων – και αυτά περισσότερο από συνήθεια και με κάποια δόση ενοχής: η σύγχρονη πολυπολιτισμική – ισχυρή μας έλεγαν κάποτε, τώρα μάλλον το ξέχασαν – Ελλάδα δεν μπορεί να ενδίδει σε συγκινητικές πατριωτικές λογικές του παρελθόντος και εκδηλώσεις σχολικού επιπέδου. Έρχεται λοιπόν η Εκκλησία να καλύψει και αυτό το κενό! Αυτό όμως, από την άλλη, δεν μπορεί να γίνει με τρόπο κοσμικό και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εθνικιστικό. Άλλωστε ο Χριστιανός άνθρωπος αγαπά την πατρίδα του, επειδή ακριβώς χαρακτηριστικό γνώρισμα της ύπαρξής του είναι η αγάπη που περί-κλείει και δεν από-κλείει. Ο άνθρωπος – ο κάθε άνθρωπος – και πολύ περισσότερο ο ξένος, ο πρόσφυγας ο μετανάστης – έχει αυθύπαρκτη αξία για την Εκκλησία ως δημιούργημα του Θεού κατ΄ εικόνα Του. Και για να επιστρέψουμε στην αγάπη προς την πατρίδα υπενθυμίζουμε ότι οι Χριστιανοί «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν»[28]. Σύμφωνα με ένα αρχαίο χριστιανικό κείμενο οι Χριστιανοί «δεν κατοικούν σε δικές τους χωριστές πολιτείες, ούτε μιλούν τη δική τους γλώσσα» αλλά ακολουθούν όλες τις συνήθειες των συμπατριωτών τους, χωρίς να διαφέρουν σε τίποτε. Η πολιτεία τους όμως είναι θαυμαστή και παράδοξη «πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας ἀλλ’ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται, καὶ πάνθ’ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αὐτῶν, καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη»[29].


Για τους λόγους αυτούς περιορίσαμε επίσης τον λόγο στην ίδια την επέτειο του ΟΧΙ και αποφύγαμε την επέκταση – όπως πολλές φορές, ατυχώς νομίζουμε, γίνεται – στα γεγονότα της ήττας του 1941, της Κατοχής και της Αντίστασης. Πήραμε από την επέτειο αυτή κάποια από τα πάμπολλα λαμπρά στοιχεία της και προσπαθήσαμε να τα προσεγγίσουμε από τη σκοπιά της πίστης. Δεν προσπαθήσαμε να υποστηρίξουμε ότι όλοι οι Έλληνες της εποχής ήταν, κατά κάποιο τρόπο, Άγιοι – δυστυχώς τα επόμενα χρόνια έδωσαν διαφορετική τροπή στα πράγματα. Η Ορθόδοξη πίστη όμως ήταν μέσα τους και λειτουργούσε δραστικά. Το πνεύμα ενότητας που έπνευσε στις 28 Οκτωβρίου 1940 ανέσυρε μέσα από τους ανθρώπους της εποχής τα στοιχεία της βαθειάς πίστης στον Θεό, της θυσίας για την ελευθερία και της μαρτυρικής δόξας. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν μέρος της Ορθόδοξης πίστης μας και μπορούν να μας εμπνέουν πάντα.


Σήμερα λοιπόν η Εκκλησία οφείλει να προστατεύσει και να εμπνεύσει τον λαό της στη δύσκολη συγκυρία. Όχι με κηρύγματα μίσους εναντίον άλλων ανθρώπων, αλλά με την εμφύσηση αξιών ζωής που παραμελήθηκαν ή χάθηκαν και οι οποίες αναδεικνύονται από την επέτειο του ΟΧΙ: Πίστη ως εμπιστοσύνη στον Θεό, Ελευθερία ως θυσία, Δόξα ως μαρτύριο. Αυτά τα στοιχεία προσπαθήσαμε να προβάλλουμε απόψε προτάσσοντας τη σημασία της θεολογίας. Άλλωστε, ως Χριστιανοί, και μάλιστα Ορθόδοξοι, δεν μπορούμε να φύγουμε μακριά από τον Χριστό και το Ευαγγέλιό Του: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις»[30]















[1] Εβρ. 11, 1.


[2] Εβρ. 11, 3-30. Βλ. εκτενέστερα περί πίστεως στο Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, 5, 1-13. ΒΕΠΕΣ 39, 80-85.


[3] Εβρ. 11, 38.


[4] Ματθ. 17, 20.


[5] Φ. Βρανά (επιμ.), Ιωάννης Μεταξάς. Το Προσωπικό του Ημερολόγιο: Η 4η Αυγούστου – Ο Πόλεμος 1940-1941 (Αθήνα: Γκοβόστης, χ.χ.), 474.


[6] Από τις ανέκδοτες αναμνήσεις του αυτόπτη υπουργού Αμβροσίου Τζίφου. Βρανάς, Ιωάννης Μεταξάς, 748.


[7] Βρανάς, Ιωάννης Μεταξάς, 527.


[8] Εφημερίδα Νέα Ελλάς, τ. 444 (24 Δεκεμβρίου 1940), 1.


[9] Βρανάς, Ιωάννης Μεταξάς, 551.


[10] Α. Παπαδάκου, «VIII Μεραρχία Πεζικού, 28-31 Οκτωβρίου 1940: Οι τέσσερις ημέρες που άλλαξαν την πορεία του Ελληνοϊταλικού Πολέμου», Στρατιωτική Ιστορία 189 (Οκτώβριος 2012), 41.


[11] Βρανάς, Ιωάννης Μεταξάς, 523.


[12] Βρανάς, Ιωάννης Μεταξάς, 531.


[13] Ε. Γκράτσι, Η Αρχή του Τέλους: Η Επίθεση κατά της Ελλάδος (Αθήνα: Εστία, 1980), 287.


[14] Οι Μεγάλοι Πόλεμοι της Ελλάδος, 1912-1913 και 1940-1941 (Αθήνα: Κουμουνδουρέας, 1995).


[15] Κ. Π. Καβάφης, «Θερμποπύλες» στο Δ. Λέκκα (επιμ.), Κ. Π. Καβάφης: Ποιήματα (Λυκόβρυση Αττικής: Συλλογή, 1994), 27.


[16] Βρανάς, Ιωάννης Μεταξάς, 359.


[17] Βρανάς, Ιωάννης Μεταξάς, 555.


[18] Εφημερίδα Καθημερινή (17 Νοεμβρίου 1940), 1.


[19] Ιω. 21, 20-24.


[20] Θεοδώρου Μοψουεστίας, Εις το Κατά Ιωάννην 12, 24. ΒΕΠΕΣ 86, 289.


[21] Ωριγένους, Εις Ιερεμίαν 10, 3. ΒΕΠΕΣ 11, 66.


[22] Κυρίλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, 13, 6. ΒΕΠΕΣ 39, 155.


[23] Γρηγορίου Νύσσης, Εις Πουλχερίαν Παραμυθητικός. ΒΕΠΕΣ 69, 384.


[24] Βρανάς, Ιωάννης Μεταξάς, 525.


[25] Βρανάς, Ιωάννης Μεταξάς, 558.


[26] Από τις ανέκδοτες αναμνήσεις του υπουργού Αμβροσίου Τζίφου. Βρανάς, Ιωάννης Μεταξάς, 748.


[27] Βρανάς, Ιωάννης Μεταξάς, 526.


[28] Εβρ. 13, 14.


[29] Προς Διόγνητον 5, 1-5. ΒΕΠΕΣ 2, 253.


[30] Ιω. 6, 68.