Η δραχμή, ως νομισματική μονάδα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους καθιερώθηκε για πρώτη φορά κατά την περίοδο της αντιβασιλείας του Όθωνα με το Βασιλικό Διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου 1833. Το νέο νόμισμα ήταν διμεταλλικό, αλλά στην πράξη δεν κυκλοφόρησαν παρά ελάχιστα χρυσά νομίσματα.
Η δραχμή άρχισε να επιβάλλεται στις εγχώριες συναλλαγές καθώς απαγορεύτηκε ρητά η απόδοχή τουρκικών νομισμάτων από τα δημόσια ταμεία. Το νομισματικό σύστημα άρχισε να σταθεροποιείται και το 1841 μετά από πολυετείς προσπάθειες, ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα. Εννέα μήνες μετά την ίδρυσή της κυκλοφόρησαν τραπεζογραμμάτια των 25, 50, 100 και 500 δραχμών, τα οποία ο ελληνικός λαός δέχθηκε με εμπιστοσύνη, θέτοντας έτσι ευνοϊκές βάσεις για τη νομισματική κυκλοφορία. Η Εθνική εξασφάλισε το 1861 ανανέωση του προνομίου έκδοσης τραπεζικών γραμματίων για 25 χρόνια καθώς και την έγκριση να εκδώσει δεκάδραχμα τραπεζικά γραμμάτια μέχρι του ποσού των 2 εκκατομμυρίων δραχμών. Οι Βαυαροί, παράλληλα, οργάνωσαν το "Βασιλικόν Νομισματοκοπείον και Σφραγιστήριον Αθηνών", προικίζοντάς το με τα αναγκαία μηχανήματα και προσωπικό.
Η δραχμή επηρεάστηκε από τη διεθνή οικονομική συγκυρία και από τις ιστορικές τύχες του ελληνικού κράτους, οι οποίες και αποτυπώθηκαν στην αξία της όσο και στην αισθητική της.
Η ιδέα της νομισματικής ένωσης κρατών δεν είναι όσο καινούργια είναι η Ο.Ν.Ε. Το 1865 είχε συγκροτηθεί από τη Γαλλία, Ιταλία, Ελβετία και το Βέλγιο η Λατινική Νομισματική Ένωση. Οι χώρες αυτές έκριναν ότι αν ακολουθούσαν τους ίδιους κανόνες σχετικά με την ποσότητα ασημιού ή χρυσού στα νομίσματά τους, η κυκλοφορία τους μέσα στην επικράτεια των άλλων χωρών θα πραγματοποιούνταν χωρίς κανένα πρόβλημα. Αυτό βέβαια ήταν πολύ σημαντικό, καθώς οι εμπορικές τους σχέσεις ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένες. Μετά από 2 χρόνια εισήχθη στην ένωση αυτή και η Ελλάδα. Η ένωση αυτή καθιέρωσε το διμεταλλικό σύστημ το οποίο προέβλεπε ταυτόχρονη κυκλοφορία χρυσών και αργυρών νομισμάτων. Η μεταξύ τους σταθερή ανταλλακτική σχέση ήταν από τον νόμο καθορισμένη.
Η Κρητική Επανάσταση αλλά και άλλα σημαντικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίς του 19ου αιώνα έφεραν την Ελλάδα σε αναστάτωση. Παρόλλα αυτά η Ελλάδα έμεινε εντός της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης. Η ισοτιμία της με άλλα νομίσματα της εποχής είχε ως εξής:
1 ασημένια κορόνα = 5 δραχμές
1 ασημένια ρούβλι = 4 δραχμές
1 ολλανδικό φλωρίνι = 13 δραχμές.
Η Λατινική Νομισματική Ένωση έπαψε να υφίσταται ουσιαστικά από την περίοδο του 'Α Παγκοσμίου Πολέμου με την καθιέρωση της αναγκαστική κυκλοφορίας των τραπεζογραμματίων ενώ το διμεταλλικό σύστημ εγκαταλείφθηκε οριστικά από τις χώρες που ανήκαν στην Ένωση το 1928.
Είναι γνωστό ότι η περίοδος της γερμανικής Κατοχής, εκτός
των άλλων, καθήμαξε οικονομικά την Ελλάδα, μέσω και της εφαρμογής του ελληνογερμανικού κυρίως συστήματος
κλήριγκ, που αφορούσε στην ανταλλαγή γεωργικών προϊόντων της Ελλάδας με είδη για την κάλυψη
αναγκών των στρατευμάτων Κατοχής . Οι Γερμανοί τοποθέτησαν εξάλλου επικεφαλής της Τραπέζης της Ελλάδος
δύο επιτρόπους, έναν Γερμανό και έναν Ιταλό, γεγονός που σήμαινε ουσιαστική κατάργηση των ελληνικών
νομισματικών αρχών και απόλυτο έλεγχο της κυκλοφορίας χαρτονομίσματος. Οι αρχές κατοχής έθεσαν σε
κυκλοφορία τη μεσογειακή δραχμή οι Ιταλοί, το μάρκο κατοχής οι Γερμανοί και το λέβα οι Βούλγαροι.
Φυσικό επακόλουθο ήταν η πλήρης κατάρρευση του νομισματικού συστήματος. Η αξία της δραχμής εκμηδενίσθηκε
καθώς η νομισματική χρηματοδότηση χρησιμοποιήθηκε αλόγιστα για τις δαπάνες των στρατευμάτων
Κατοχής. Καθώς η δραχμή είχε επανέλθει στον μονομεταλλισμό (1928) και στη σύνδεσή της με τον χρυσό, η
διαρπαγή των αποθεμάτων χρυσού της χώρας κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής οδήγησε την οικονομία
σε κατάρρευση. Την περίοδο αυτή κυκλοφόρησαν πληθωριστικά δραχμικά χαρτονομίσματα και, στα τέλη της, η
χρυσή λίρα- που είχε αναχθεί σε μέσο μέτρησης αξιών και συσσώρευσης πλούτου αυτή την περίοδο-
αντιστοιχούσε με 71 εκατομμύρια δραχμές! Ο πρωτοφανής πληθωρισμός αποστράγγισε την αγοραστική δύναμη των
Ελλήνων και κυρίως των μισθωτών και οδήγησε στην εμφάνιση του αντιπραγματισμού, για όσους βέβαια είχαν
κάποια αντικείμενα να ανταλλάξουν αλλά και της χρυσοφιλίας, που κληροδοτήθηκε και στην μεταπολεμική
περίοδο. Η
συνολική ζημία της περιόδου της Κατοχής για την ελληνική οικονομία έχει
υπολογισθεί σε 549 εκατομμύρια δολάρια, έως τις αρχές Οκτωβρίου του 1944.
Η προσπάθεια
οικονομικής ανασυγκρότησης μετά την απελευθέρωση καθυστέρησε λόγω του εμφυλίου πολέμου που
ακολούθησε. Ο μεγάλος όγκος του κατοχικού χαρτονομίσματος αχρηστεύτηκε μεταπολεμικά με την έκδοση
νέων τραπεζογραμματίων. Αλλεπάλληλες προσπάθειες για οικονομική σταθερότητα πραγματοποιήθηκαν
μετά τη σύσταση και λειτουργία της Νομισματικής Επιτροπής και με τις Ηνωμένες Πολιτείες να
καταλαμβάνουν τη θέση επιρροής που έως πρόσφατα τότε, κατείχε η Βρετανία, μέσω της εφαρμογής και στην Ελλάδα,
του σχεδίου αμερικανικής οικονομικής βοήθειας, γνωστού ως σχεδίου Μάρσαλ.
Η νομισματική σταθερότητα ενισχύθηκε μετά την υποτίμηση
της δραχμής κατά 50% έναντι του δολαρίου το 1953 από την κυβέρνηση Αλ.
Παπάγου και με υπουργό Εθνικής Οικονομίας τον Σπ. Μαρκεζίνη,- κατόπιν
σχετικής πρότασης που
προέκυπτε από την έκθεση του Κυρ. Βαρβαρέσου- και τη σύνδεση της
δραχμής με τον κανόνα χρυσού- συναλλάγματος, που είχε αποφασισθεί
στη διεθνή διάσκεψη του Bretton Woods (1944). Με τη συμφωνία αυτή οι
νομισματικές μονάδες των περισσότερων χωρών της Γης καθορίστηκαν με
βάση μια σταθερή αναλογία προς το βάρος καθαρού χρυσού με διεθνή σύμβαση,
η οποία υπογράφηκε υπό την αιγίδα του Διεθνούς Νομισματικού
Ταμείου και έθετε τέρμα στη σχετική ασάφεια που επικρατούσε μέχρι τότε σχετικά με
τη συμβατική αξία των νομισμάτων. Το μέτρο της υποτίμησης ήταν τολμηρό
οικονομικό εγχείρημα αλλά αναγκαίο για την εξυγίανση και του πιστωτικού
συστήματος της χώρας. Η νέα δραχμή που κάνει την εμφάνισή της το 1954 (με τρία μηδενικά λιγότερα από την
προηγούμενη, με την κεφαλή του βασιλιά Παύλου και τον βασιλικό θυρεό στην άλλη όψη της) θα σηματοδοτήσει
μια εικοσαετή περίοδο νομισματικής σταθερότητας και χαμηλού πληθωρισμού με διατήρηση όμως της τάσης
αποθησαύρισης χρυσού ως επενδυτικού και αποταμιευτικού μέσου.
Με
την άνοδο στον θρόνο του βασιλιά Κωνσταντίνου το 1964, συνεχίζεται η
κοπή νομισμάτων ίδιου τύπου, που φέρουν όμως τη δική του
μορφή. Το 1971, ο βασιλικός θυρεός αντικαταστάθηκε από το έμβλημα του καθεστώτος της 21ης Απριλίου.
Η
σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής προς το δολάριο κατά την περίοδο
1953-1972 είχε αρχίσει να δέχεται την επίδραση των διεθνών νομισματικών
ανακατατάξεων, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η σύνδεσή της με αυτό είχε νόημα για όσο διάστημα το
δολάριο ήταν σταθερό νόμισμα, συνδεδεμένο με τον χρυσό και ίσχυαν σταθερές ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων
διαφόρων χωρών. Οταν αυτές οι προϋποθέσεις άρθηκαν, αποφασίστηκε και η αποδέσμευση της δραχμής από το
αμερικανικό νόμισμα, το 1975. Από τότε, οι τιμές συναλλάγματος καθορίζονται με βάση τον μέσο όρο των τιμών
μιας δέσμης νομισμάτων στο οποίο συγκαταλέγεται και το δολάριο. Το 1972 λειτουργεί και
πάλι το Νομισματοκοπείο Αθηνών ενώ με την αλλαγή του πολιτεύματος κυκλοφορεί νέα σειρά νομισμάτων με
αρχαίες παραστάσεις, έργα του γλύπτη Περαντινού.
Το 1981 η Ελλάδα εντάσσεται στην Ε.Ο.Κ. και το 1983 υιοθετήθηκε η νομισματική πολιτική της διολίσθησης (βαθμιαίας και ελεγχόμενης υποτίμησης), κατά 15% εκείνη τη χρονιά και κατά 15,5% το 1985. Νέα υποτίμηση θα δεχθεί η δραχμή το 1998 αλλά με παράλληλη ένταξή της στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως ονομάζεται από το 1993 και εξής η Ε.Ο.Κ.). Στα τέλη όμως του ίδιου χρόνου, το ελληνικό νόμισμα θα γνωρίσει την πρώτη ανατίμηση στην ιστορία του, ως αποτέλεσμα της θετικής πορείας της οικονομίας της χώρας και ενόψει της τελευταίας φάσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, στην οποία η δραχμή θα μετέχει από τον Ιούνιο του 2000 με την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ.
Το 1981 η Ελλάδα εντάσσεται στην Ε.Ο.Κ. και το 1983 υιοθετήθηκε η νομισματική πολιτική της διολίσθησης (βαθμιαίας και ελεγχόμενης υποτίμησης), κατά 15% εκείνη τη χρονιά και κατά 15,5% το 1985. Νέα υποτίμηση θα δεχθεί η δραχμή το 1998 αλλά με παράλληλη ένταξή της στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως ονομάζεται από το 1993 και εξής η Ε.Ο.Κ.). Στα τέλη όμως του ίδιου χρόνου, το ελληνικό νόμισμα θα γνωρίσει την πρώτη ανατίμηση στην ιστορία του, ως αποτέλεσμα της θετικής πορείας της οικονομίας της χώρας και ενόψει της τελευταίας φάσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, στην οποία η δραχμή θα μετέχει από τον Ιούνιο του 2000 με την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ.
αγορά ενώ τον επόμενο Ιανουάριο (2002) αρχίζει η τελευταία βραχύχρονη πράξη της κυκλοφορίας της, παράλληλα με το ευρωπαϊκό νόμισμα.