«Αν είμαι ομοίωμα Θεού, ψαχουλεύοντάς με μπορεί και να τον ανακαλύψω». Κυριακάτικο πρωινό με αφετηρία αυτή τη φράση προοιωνίζει μεγάλο υψόμετρο σε ένα νοητικό ταξίδι. Επιβιβάζομαι, λοιπόν, δίχως δεύτερες σκέψεις. Από το παράθυρο, φαίνονται οι άνθρωποι από τα απέναντι κτίρια να ετοιμάζονται για το μεσημεριανό, ενώ ακούγονται οι φωνές των παιδιών που παίζουν στο δρόμο. Ησυχία, σιωπή που ανοίγει «χοάνη στο σύμπαν».
Μέσα σε τέτοιες σκέψεις, αναρωτιέται κανείς για το επόμενο βήμα του. Βλέπεις τους γύρω σου να έχουν ένα σχέδιο, ένα πρόγραμμα της ημέρας, του μήνα, του έτους και εσύ ακόμα ψάχνεις να δεις τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις. Σε σπρώχνουν οι ρόδες του τροχοφόρου –που λέει το άσμα- να συμπορευτείς με τον κόσμο και τις εξελίξεις του. Κι όμως, δεν υπάρχει κανένας ιχνηλάτης να σου δείξει το δρόμο και να σου εξηγήσει τα βήματα. Κι ακολουθείς, όσο και όπως προλαβαίνεις, κουβαριάζεσαι και ξαναστοιχίζεσαι με τους υπόλοιπους κι ελπίζεις σε κάποια εσωτερική φώτιση να σου δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που ούτε καν έχουν ορθώς προσδιοριστεί. Κάνεις μια τρύπα στο νερό, λες, κι αξιώνεις το νερό να γίνει γυαλί και να μεταμορφωθεί σε κάτι πιο στέρεο, πιο ικανό να σε σηκώσει και να σε πάει λίγο πιο πέρα. Αν οι ζωή μετριέται σε στιγμές, όπως πολλές φορές λένε, τότε υπάρχουν για σένα κάποιες στις οποίες βρήκες τα σύνορά σου και σχετίστηκες με κάτι δικό σου, αληθινό; Ο έρωτας, το πάθος, η φιλία – η πραγματική, αυτή που πονάει και μορφώνει ανθρώπους- αυτά τα ιδεώδη στο ρυθμό των οποίων περιστρέφεται ο άνθρωπος γύρω από τον εαυτό του κι από τους άλλους, σε έλουσαν ποτέ με φως κι έπειτα με σκοτάδι; Αν με ρωτάς, κάπου εκεί στο ανάμεσο όλων αυτών, κάπου στα μισά των διαπροσωπικών αποστάσεων και της αλληλεπίδρασης βρίσκεται η στιγμή που ψάχνει κανείς και την συλλέγει στο ψηφιδωτό του, κομματάκια κομματάκι, πολύτιμο μέχρι το κόκαλο, μικρό σα μια πετρούλα και μεγάλο σαν ουρανός. Μέσα σου βαθιά γνωρίζεις πως για αυτό τρέχεις μαζί με όλους. Για να βρεις ακόμα μια στιγμή που θα αφήσεις το στίγμα σου, που θα συναντήσεις το άλλο, το διαφορετικό, αυτό με το οποίο θα συνάψεις σχέση και θα συμπληρώσεις έτσι το προσωπικό σου έργο τέχνης, μπούσουλα και απολογισμό της διαδρομής σου. Στο κλίμα μιας κοινωνίας που σε διαβρώνει, λίγο λίγο, για να μην καταλαβαίνεις, γλύφοντας σου παράλληλα την πληγή με αυταπάτες και δίνοντάς σου ξεροκόμματα, θυμήσου ότι κάθε ανάσταση –προσωπική, κοινωνική, κλπ- προϋποθέτει έναν τάφο. «Κι αν η ανάσταση δεν είναι βεβαιότητα, μπορεί να είναι δυνατότητα, και δίχως αυτήν τη δυνατότητα τη ζωή μου τη βλέπω σα μιαν απάνθρωπη φάρσα και θέλω να φτύσω όλους και όλα όσα συμβάλλανε στο να γεννηθώ». Οι φράσεις σε εισαγωγικά είναι από το βιβλίο "Η μοναξιά είναι από χώμα" της Μ.Βαμβουνάκη.